φιλοτεχνούμαι

φιλοτεχνούμαι
φιλοτεχνούμαι, φιλοτεχνήθηκα, φιλοτεχνημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοτεχνώ — φιλοτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [φιλότεχνος] ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία 2. δημιουργώ ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”